ιδροκοπώ

ιδροκοπώ
(α) αμετ. потеть (над чём-л.), упорно трудиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ιδροκοπώ" в других словарях:

  • ιδροκοπώ — [ιδροκόπος] ιδρώνω από τον πολύ κόπο, κοπιάζω, μοχθώ …   Dictionary of Greek

  • ιδροκοπώ — ιδροκόπησα, ιδροκοπημένος 1. ιδρώνω πολύ: Έφτασε ιδροκοπημένος. 2. μοχθώ πολύ: Ιδροκόπησε πολύ για να φτιάξει το σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφροκοπώ — ( άω) 1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα») 2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)] …   Dictionary of Greek

  • βροντοκοπώ — 1. παράγω ισχυρό και συνεχή κρότο 2. δέρνω επί πολλήν ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»